Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλινδρόμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλινδρόμηση η [palinδrómisi] Ο33 : κίνηση τμήματος μηχανισμού εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, πάνω στην ίδια τροχιά και σε ορισμένο χρονικό διάστημα.

[λόγ. < μσν. παλινδρόμησις `υποχώρηση΄ < παλινδρομη- (παλινδρομώ) -σις > -ση σημδ. γαλλ. recul ή αγγλ. recoil]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go