Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παλινδρομικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλινδρομικός -ή -ό [palinδromikós] Ε1 : που κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις, πάνω στην ίδια τροχιά και σε ορισμένο χρονικό διάστημα: Παλινδρομική κίνηση. παλινδρομικώς & παλινδρομικά ΕΠIΡΡ μπρος πίσω ή πάνω κάτω ή αριστερά δεξιά: Kινούμαι ~, παλινδρομώ.

[λόγ. < ελνστ. παλινδρομικός `που επανέρχεται΄ σημδ. αγγλ. retro gressive· λόγ. παλινδρομικ(ός) -ώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go