Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιλλογία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιλλογία η [palilojía] Ο25 : α.ανιαρή επανάληψη λέξης ή φράσης. β. (ειδικότ., γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη της πρότασης ή μια φράση επαναλαμβάνεται αμέσως για δεύτερη φορά, έντονα και συνήθ. με πρόσθετο προσδιορισμό, π.χ.: «Kάθισε, κάθισε ακόμα λίγο». «Bα ρύ, βαρύ κι ασήκωτο το χρέος του».

[λόγ. < υστλατ. palillogia (στη νέα σημ.) < αρχ. παλιλλογία `ανακεφαλαίωση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες