Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλικαρισμός ο [palikarizmós] & παλληκαρισμός ο [palikarizmós] Ο17 : επίδειξη παλικαριάς από θέση ισχύος, εκ του ασφαλούς· νταηλίκι· (πρβ. παλικαριά, παλικαροσύνη): Άσε τους παλικαρισμούς, γιατί δε με φοβίζεις. Tέτοιοι παλικαρισμοί σ΄ εμένα δεν περνάνε.
[λόγ. παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ισμός]