Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλικαρίσιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλικαρίσιος -α -ο [palikarísxos] & παλληκαρίσιος -α -ο [palikarísxos] Ε4 : που ταιριάζει σε παλικάρι, σε άντρα γενναίο· (πρβ. αντρίκιος): Παλικαρίσια αντιμετώπιση / απάντηση / στάση. παλικαρίσια & παλληκαρίσια ΕΠIΡΡ: Tου μίλησα ~, ευθέως και με παρρησία.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες