Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλικαράς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλικαράς ο [palikarás] Ο1 θηλ. παλικαρού [palikarú] Ο37 στη σημ. β & παλληκαράς ο [palikarás] Ο1 θηλ. παλληκαρού [palikarú] Ο37 στη σημ. β : α.άντρας (συνήθ. ένοπλος, πολεμιστής κτλ.) γενναίος, άφοβος και μαχητικός· παλικάρι. β. άνθρωπος γενναίος. || (συνήθ. ειρ.): Kάνω / παριστάνω τον παλικαρά, προσποιούμαι τον άφοβο ή τον άγριο, για να φοβίσω κπ.

[παλικάρ(ι), παλληκάρ(ι) -άς· παλικαρ(άς), παλληκαρ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες