Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλιάτζο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
παλιάτζο το,
βλ. μπαϊλιάτζο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλιατζούρα η [paladzúra] Ο25α : πράγμα παλιό, πολύ φθαρμένο και χωρίς αξία· παλιατσαρία: Tι τις φυλάς και δεν τις πετάς αυτές τις παλιατζούρες; || σύνολο παλιών, φθαρμένων και άχρηστων πραγμάτων: Mάζεψε όλη την ~.

[παλιατζ(ής) -ούρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες