Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλατιανός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με το παλάτι:
- πραιτώριαι (ενν. κρίσεις) είναι αι παλατιαναί και βασιλικαί (Zygomalas, Synopsis 136 Α. 84).
- Το αρσ. ως ουσ. = ανώτατο μοναστικό αξίωμα:
- εκείνος ένι παλατιανός και συ 'σαι λεβετάρης (Προδρ. IV 67).
[<ουσ. παλάτι + κατάλ. ‑ιανός. Η λ. στο Du Dange και σήμ.]
- Που σχετίζεται με το παλάτι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλατιανός -ή -ό [palatxanós] Ε1 : που ανήκει στο παλάτι, στο περιβάλλον του παλατιού· αυλικός, ανακτορικός, βασιλικός: Παλατιανοί υπηρέτες / σύμβουλοι. || (ως ουσ.) ο παλατιανός, για πρόσωπο του περιβάλλοντος του βασιλιά.
[μσν. παλατιανός < παλάτ(ι) -ιανός]



