Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαντζάρω [palandzáro] & μπαλαντζάρω [balandzáro] Ρ6α : (προφ.) α. δεν έχω ευστάθεια και γέρνω πότε προς τη μια και πότε προς την άλλη πλευρά· ταλαντεύομαι. β. (μτφ.) δεν έχω σταθερή γνώμη, υποστηρίζω πότε το ένα και πότε το άλλο, κατά τις περιστάσεις και το συμφέρον· ΣYN ΦΡ πάω όπου φυσάει ο άνεμος. || στέκομαι διστακτικός ανάμεσα σε δύο αντίθετες γνώμες· διστάζω, ταλαντεύομαι.
[παλάντζ(α), μπαλάντζ(α) -άρω]



