Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαιότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαιότητα η [paleótita] Ο28 : η ιδιότητα του (χρονικώς) παλαιού, το πόσο παλαιό είναι κτ.: H ~ της εικόνας δεν επιβεβαιώνεται μόνο από την τεχνοτροπία. H ~ ενός ακινήτου.

[λόγ. < αρχ. παλαιότης, αιτ. -ητα `αρχαιότητα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες