Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλαιότης ‑τητα η.
-
- 1) Το να είναι κάτι παλιό:
- (Έκθ. χρον. 682), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1134).
- 2) Μεγάλη ηλικία, αρχαιότητα:
- (Μπερτολδίνος 107), (Λίμπον. Επίλ. 91).
[αρχ. ουσ. παλαιότης. Τ. ‑τη και παλιότ’ σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑τητα) στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Το να είναι κάτι παλιό:



