Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαιστινιακός -ή -ό [palestiniakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην Παλαιστίνη ή στους Παλαιστίνιους: Παλαιστινιακή επανάσταση / οργάνωση. H κατάληψη παλαιστινιακών εδαφών από ισραηλινά στρατεύματα.
[λόγ. παλαιστίνι(ος) -ακός]



