Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παλαιοβραχοδαρμένος, μτχ. επίθ· παλιοβραχοδαρμένος.
-
- (Υβριστ.) που μακάρι να πνιγεί και να τον χτυπούν τα κύματα στα βράχια:
- (Πουλολ. 113 κριτ. υπ).
[<παλαιο‑ (παλιο‑) + μτχ. παρκ. του βραχοδέρνομαι (βλ. ά.)]
- (Υβριστ.) που μακάρι να πνιγεί και να τον χτυπούν τα κύματα στα βράχια: