Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαβώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαβώνω [palavóno] Ρ1α μππ. παλαβωμένος : 1.κάνω κπ. παλαβό, τον μουρλαίνω, τον τρελαίνω: Mας παλάβωσε με τις φωνές του. 2. γίνομαι παλαβός, ή συνηθέστερα, κάνω σαν παλαβός· τρελαίνομαι, μουρλαίνομαι: Παλάβωσαν από τη χαρά τους, ξετρελάθηκαν. Παλάβωσα από τις φωνές τους.

[παλαβ(ός) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες