Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλαβωμάρα η [palavomára] Ο25α : α.η ιδιότητα του παλαβού, η έλλει ψη σύνεσης, ορθοφροσύνης· τρέλα, ζούρλα: Tον έπιασε η ~ του και δεν ακούει κανέναν. β. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, που δείχνει έλλειψη σύνεσης, περίσκεψης, ορθοφροσύνης· επιπολαιότητα, απερισκεψία, ανοησία, κουταμάρα, τρέλα: Πρόσεξε μην κάνεις καμιά ~. Άσε τις παλαβωμάρες και σοβαρέψου.
[παλαβ(ός) -ωμάρα]



