Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαβιάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαβιάρης -α -ικο [palavjáris] Ε9 : (προφ., συνήθ. χλευ.) παλαβός. || (ως ουσ.).

[παλαβ(ός) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες