Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παλαίμαχος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παλαίμαχος -η -ο [palémaxos] Ε5 : ως τιμητικός χαρακτηρισμός προσώ που που ανάλωσε τη ζωή του σε κπ. αγώνα και γι΄ αυτό έχει μεγάλη πεί ρα· (πρβ. βετεράνος): ~ στρατιώτης / αγωνιστής της δημοκρατίας / πολιτικός / συνδικαλιστής / σοσιαλιστής. ~ δικηγόρος / ηθοποιός. || (ως ουσ., συνήθ. πληθ.) οι παλαίμαχοι.

[λόγ. πάλαι + -μαχος κατά το απόμαχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες