Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παλάντζας ο [palándzas] & μπαλάντζας ο [balándzas] Ο3 : (προφ., χλευ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που αλλάζει γνώμη εύκολα και κατά τις περιστάσεις· παλάντζα2, ανεμόμυλοςβ.
[παλάντζ(α), μπαλάντζ(α) -ας]



