Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιχνιδιάρικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιχνιδιάρικος -η -ο [pexniδjárikos] & παιγνιδιάρικος -η -ο [peγniδjá rikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον παιχνιδιάρη ή που αναφέρεται σ΄ αυτόν: Ο ~ τόνος της φωνής του καταντά ενοχλητικός. παιχνιδιάρικα & παιγνιδιάρικα ΕΠIΡΡ.

[παιχνιδιάρ(ης), παιγνιδιάρ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go