Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιχνιδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιχνιδίζω [pexniδízo] & παιγνιδίζω [peγniδízo] Ρ2.1α : για κίνηση που εκδηλώνεται ζωηρά και χαριτωμένα: Mια ηλιαχτίδα παιχνιδίζει στα μαλλιά της.

[παιχνίδ(ι), παιγνίδ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες