Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παινεσιά η [penesxá] Ο24 : (προφ.) το να παινεύει ή να παινεύεται κάποιος· έπαινος ή καυχησιολογία: Άσε τις παινεσιές.
[παινεσ- (παινώ) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- παινεσιά η.
-
- Καυχησιολογία:
- (Ερωτόκρ. Β́ 2168 κριτ. υπ).
[<παινώ (βλ. επαινώ) + κατάλ. –σιά. Τ. ‑ία και πινι‑ σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Καυχησιολογία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παινεσιάρης -α -ικο [penesxáris] Ε9 : (για πρόσ.) που επαινεί τον εαυτό του, που καυχιέται, που καυχησιολογεί· καυχησιάρης.
[παινεσ- (παινώ) -ιάρης]



