Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδο-
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδο- [peδo] & παιδό- [peδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & παιδ- [peδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στο παιδί, στο αγόρι ή στο κορίτσι που βρίσκεται στο στάδιο της παιδικής ηλικίας: παιδαγωγός, ~κόμος, ~νόμος, παιδότοπος· ~μάζωμα, ~μάνι. || (επιστ.) παιδίατρος· παιδιατρική, ~μετρία.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. παιδ(ο)- θ. του ουσ. παῖς > παιδί ως α' συνθ.: αρχ. παιδ-αγωγός (δες λ.) & νλατ. paed(o)- < αρχ. παιδ(ο)-: παιδ-ιατρική < γαλλ. pédiatrie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες