Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παιδούλα η· παιδουλά.
-
- Μικρό κορίτσι, κοριτσάκι:
- (Δαρκές, Προσκυν. [99]).
[<ουσ. παιδί(ο)ν + κατάλ. –ούλα. Η λ. και σήμ.]
- Μικρό κορίτσι, κοριτσάκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- παιδούλαρος ο.
-
- (Μεγεθ.) παιδί:
- παιδί, παιδάκι, … παιδούλαρος (Σοφιαν., Γραμμ. 45).
[<ουσ. παιδούλι (πβ. παιδούλα) + κατάλ. ‑αρος]
- (Μεγεθ.) παιδί:



