Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδοκομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδοκομώ [peδokomó] Ρ10.9α : φροντίζω για την ανατροφή μικρών παιδιών.

[λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
παιδοκομώ.
  • Αποκτώ παιδιά, απογόνους·
    • (εδώ προκ. για πτηνά):
      • (Πικατ. 409).

[μτγν. παιδοκομέω. Τ. πιδικουμώ και πιδουκουμώ σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες