Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιδισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδισμός ο [peδizmós] Ο17 : 1.παιδομορφισμός. 2. διανοητική ανωριμότητα.

[λόγ. παιδ(ίον) -ισμός μτφρδ. γαλλ. infantilisme]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go