Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιδιακός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
παιδιακός, επίθ.
  • Που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί, παιδικός:
    • γουργουρίτσα ξύλινη … παιδιακόν παιγνίδιν (Διήγ. Αλ. V 40).

[<ουσ. παιδίον + καταλ. ‑ιακός. Το ουδ. και σήμ. ποντ. ως ουσ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go