Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιδεμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδεμός ο [peδemós] Ο17 : παίδεμα.

[παιδεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Κριαρά]
παιδεμός ο,
βλ. παιδευμός.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go