Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιδαγωγώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδαγωγώ [peδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : ενισχύω και κατευθύνω την πνευματική και ψυχική ανάπτυξη ατόμου ή συνόλου· διαπαιδαγωγώ, παιδεύω4.

[λόγ. < αρχ. παιδαγωγῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
παιδαγωγώ.
  • Εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 974
    • (προκ. για βιβλίο):
      • μας παιδαγωγεί (ενν. το βιβλιάριον) και διδάσκει …πώς … ν’ ανατραφεί το παιδίον ευγενικά (Σοφιαν., Παιδαγ. 261).

[αρχ. παιδαγωγέω. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go