Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παιδίατρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιδίατρος ο [peδíatros] Ο20α θηλ. παιδίατρος [peδíatros] Ο36 : γιατρός ειδικευμένος στην παιδιατρική.

[λόγ. < γαλλ. pédiatre < pédiatr(ie) = παιδιατρ(ική) -ος (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go