Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιγνιώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιγνιώδης -ης -ες [peγnióδis] Ε11 : που είναι ευχάριστος, διασκεδαστικός: ~ διάθεση.

[λόγ. < αρχ. παιγνιώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες