Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιγνιδιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παιγνιδιστής ο.
  • Αυτός που κοροϊδεύει, περιγελαστής:
    • εκεί όπου πρώτον μας είχαν σε τιμήν και αξίαν, γίνονται παιγνιδισταί μαζί μας (Μπερτολδίνος 108).

[<αόρ. του παιγνιδίζω + κατάλ. ‑τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες