Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιγνιδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
παιγνιδίζω.
  • Παίζω, διασκεδάζω με κ.:
    • τ’ άγρια θηριά ξετρέχει τα και μ’ αύτα παιχνιδίζει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [944]).

[<ουσ. παιγνίδι + καταλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες