Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιανίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παιανίζω [peanízo] Ρ2.1α : (για ορχήστρα) εκτελώ μουσικό κομμάτι που έχει χαρακτήρα υμνητικό, δοξαστικό, θριαμβικό κτλ.: Mετά την κατάθεση στεφάνου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η στρατιωτική μπά ντα παιάνισε τον εθνικό ύμνο.

[λόγ. < αρχ. παιανίζω `τραγουδώ παιάνα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες