Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παθολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παθολόγος ο [paθolóγos] Ο18 θηλ. παθολόγος [paθolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικός στην παθολογία: Ο ~ του συνέστησε να κάνει εξέταση αίματος και ούρων.

[λόγ. < γαλλ. patho logiste < patho(logie) = παθο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go