Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παθολογία η [paθolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής με αντικείμενο όλες γενικώς τις παθήσεις.
[λόγ. < γαλλ. pathologie < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -logie = -λογία με βάση το ελνστ. παθολογική (ενν. τέχνη) `η μελέτη των ασθενειών΄ (πρβ. μσν. παθολογία `η μελέτη των συναισθημάτων΄)]



