Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παζαριώτης ο.
-
- Έμπορος της αγοράς, (πιθ.) χονδρέμπορος:
- τοις παζαριώταις ταχύτητα εις πράξεις αυτών και κέρδος (Ωροσκ. 4028).
[<ουσ. παζάρι(ο)ν + κατάλ. ‑ιώτης. Τ. μπα‑ στο Du Cange. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]
- Έμπορος της αγοράς, (πιθ.) χονδρέμπορος:



