Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παγωνιέρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγωνιέρα η [paγonéra] Ο25 : (παρωχ.) ψυγείο πάγου.

[λόγ. παγών(ω) -ιέρα (μορφολ. σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. γαλλ. glacière]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go