Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγοδρομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγοδρομώ [paγoδromó] Ρ10.9α : κινούμαι γλιστρώντας πάνω σε επιφάνεια πάγου με ειδικά πέδιλα· κάνω παγοδρομία: Στην παγωμένη λίμνη δυο παιδιά παγοδρομούσαν.

[λόγ. παγοδρόμ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες