Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγκάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγκάρι το [paŋgári] Ο44 : α.πάγκος για τη διάθεση κεριών, που βρίσκεται στην είσοδο των χριστιανικών ναών. β. (λαϊκότρ.) πάγκος εμπόρου (σε κατάστημα ή υπαίθριος).

[μσν. παγκάριον υποκορ. του πάγκ(ος) -άριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες