Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- παγκάλως, επίρρ.· υπερθ. παγκαλλίστως.
-
- α) Πάρα πολύ καλά, πολύ ευχάριστα:
- (Ριμ. Βελ. ρ 439)·
- β) (προκ. για τοποθέτηση πράγματος) με πολύ ωραίο τρόπο, με πολλή καλαισθησία:
- πέπλα δε είχον άπασαι αι σέλαι παγκαλλίστως (Διγ. Gr. 1745).
[αρχ. επίρρ. παγκάλως]
- α) Πάρα πολύ καλά, πολύ ευχάριστα:



