Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παγκάκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγκάκι το [paŋgáki] Ο44α : είδος καθίσματος, πάγκος με ή χωρίς ράχη, για περισσότερα από ένα άτομα, το οποίο τοποθετείται σε σταθερή θέση σε (δημόσιο) υπαίθριο χώρο (πλατεία, κήπο κτλ.): Ξύλινο / πέτρινο ~. Kάθισε στο ~ κι έβγαλε από την τσέπη του ένα βιβλίο.

[πάγκ(ος) -άκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go