Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παγανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παγανισμός ο [paγanizmós] Ο17 : η ειδωλολατρία, ιδίως μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, όταν αυτή είχε πλέον περιοριστεί στους αγροτικούς πληθυσμούς: Στοιχεία / επιβιώσεις παγανισμού.

[λόγ. < γαλλ. paganisme < υστλατ. paganismus < paganus `ειδωλολάτρης΄ (δες στο παγανός) (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go