Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παίδεμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παίδεμα το [péδema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παιδεύω· ταλαιπωρία, βάσανο, παιδεμός.

[παιδεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] (διαφ. το αρχ. παίδευμα `μαθητής΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
παίδεμα(ν) το,
βλ. παίδευμα.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go