Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παίδαρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παίδαρος ο [péδaros] Ο20 : (λαϊκ., προφ., σε επικλήσεις και ζωηρές εκδηλώσεις θαυμασμού) ως χαρακτηρισμός παιδιού ή νεαρού ατόμου εύσωμου και όμορφου: Ένας ~, δύο μέτρα μπόι.

[παιδ(ί) -αρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες