Παράλληλη αναζήτηση
| 21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παίδα η.
-
- 1)
- α) Βάσανο, μαρτύριο, ταλαιπωρία:
- Την παίδα δίδουν τα παιδιά, γιαύτος παιδιά τα λέσι (Πανώρ. Δ́ 105· Πιστ. βοσκ. I 1, 152), (Ερωτόκρ. Δ́ 1419)·
- β) πόνος, οδύνη, στενοχώρια:
- Δείξου καν τώρα γνωστική, και φαίνου πώς 'πομένεις την παίδα και τον πόνον σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [760]· Έ [1381])·
- γ) (προκ. για ερωτικό πόθο):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 366)·
- μια παίδα τους επαίδευγεν (ενν. την Αρετούσα και το Ρωτόκριτο), ένας καημός, μια ζάλη (Ερωτόκρ. Γ́ 1554).
- α) Βάσανο, μαρτύριο, ταλαιπωρία:
- 2) (Μεταφ.) αγωνία, ανησυχία:
- θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει, δεν ξεύροντας ο φίλος του πού να 'ναι κι είντα εγίνη (Ερωτόκρ. Έ 1117· Ά 626).
- 3) Τιμωρία, ποινή:
- την παίδα δίδουσι, όθεν το κρίμα εγίνη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [292]· Δ́ [1450]).
- 4) Βασανιστήριο:
- Ξεσκίσματα και παίδες, κριτήρια, 'ξορισμούς, … (Πιστ. βοσκ. III 6, 110).
- 5) (Πιθ. μεταφ.) εκπαίδευση, παιδεία:
- μη συνθολώσω σου τον νουν ταις υψηλέσι λέξεσιν αμειβόμενος σης νεοφύτου παίδας (Λεξ. II 323).
[<παιδεύω υποχωρ. + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- παιδαγωγείον το.
-
- Εκπαιδευτήριο, σχολείο:
- κάποιος χριστιανός φιλόθεος … εσύστησεν εξ ιδίων αναλωμάτων παιδαγωγείον (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 4059).
[αρχ. ουσ. παιδαγωγείον]
- Εκπαιδευτήριο, σχολείο:
- παιδαγώγηση η [peδaγójisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παιδαγωγώ· διαπαιδαγώγηση.
[λόγ. < ελνστ. παιδαγώγη(σις) -ση]
- παιδαγωγία η.
-
- Εκπαίδευση, διδασκαλία·
- (εδώ) παραδειγματισμός, φρονηματισμός:
- ω διδασκαλίαι πνευματοφόρων ανθρώπων, ω παιδαγωγίαι ημιθέων ηρώων (Δούκ. 3875).
- (εδώ) παραδειγματισμός, φρονηματισμός:
[αρχ. ουσ. παιδαγωγία]
- Εκπαίδευση, διδασκαλία·
- παιδαγωγικός -ή -ό [peδaγojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αγωγή, στην προσπάθεια ενίσχυσης και ελέγχου της πνευματικής και ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών: Nέες παιδαγωγικές μέθοδοι / θεωρίες. Παιδαγωγικά συστήματα. Παιδαγωγική επιστήμη. Παιδαγωγικές Σχολές. Παιδαγωγικό Iνστιτούτο. Εγχειρίδιο Παιδαγωγικής. || (ως ουσ.) η παιδαγωγική, η επιστήμη που αναφέρεται στην αγωγή των παιδιών και μελετά τους τρόπους και τα εκπαιδευτικά συστήματα με τα οποία αυτή επιτυγχάνεται: Tμήμα Φιλοσοφίας, Ψυχολογίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου.
[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγικός `κατάλληλος για εκπαιδευτή΄ σημδ. γαλλ. pédagogique (στη νέα σημ.) < pédagogie < αρχ. παιδαγωγία `εκπαίδευση των παιδιών΄]
- παιδαγωγός ο [peδaγογós] Ο17 θηλ. παιδαγωγός [peδaγoγós] Ο34 : 1.ο ειδικός στη θεωρητική μελέτη ή στην πρακτική εφαρμογή της παιδαγωγικής επιστήμης: Συνέδριο Ελλήνων παιδαγωγών. Φιλόσοφος και ~. || αυτός που είναι ικανός στο να ασκεί αγωγή, ευεργετική επίδραση στην ψυχική και πνευματική ανάπτυξη των νέων. 2. (μτφ.) αυτός που διαπαιδαγωγεί: Σε καιρούς επαναστατικούς η τέχνη γίνεται ~ των λαών.
[λόγ. < ελνστ. παιδαγωγός `οδηγός΄, αρχ. σημ.: `δούλος επιφορτισμένος να συνοδεύει τα αγόρια στο σχολείο΄ σημδ. γαλλ. pédagogue (στη νέα σημ.) < λατ. paedagogus < αρχ. παιδαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- παιδαγωγός ο.
-
- 1)
- α) Αυτός που παραδίδει μαθήματα, δάσκαλος:
- (Sprachlehre 186)·
- παιδαγωγόν επιτήδειον και αρκετόν εις υπηρεσίαν παιδευτηρίου (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 5412)·
- β) αυτός που διδάσκει με τη συμπεριφορά του, υπόδειγμα:
- βιώσας τε καλώς ο Διγενής Ακρίτης τύπος αρχόντων γέγονεν, …, παιδαγωγός φρονήσεως (Διγ. Z 4038)·
- γ) (ειρων. προκ. για δάσκαλο που χρησιμοποιεί αρχαϊσμούς):
- (Κυπρ. ερωτ. 27 τίτλ).
- α) Αυτός που παραδίδει μαθήματα, δάσκαλος:
- 2) Αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα ανηλίκου, επίτροπος:
- προκουράτωρ λέγεται εκείνος οπού λέγομεν ημείς παιδαγωγόν (Βακτ. αρχιερ. (Γκίνης) 295)·
- (προκ. για επίτροπο ανήλικου ηγεμόνα):
- (Δούκ. 31129).
- 3) (Ως τίτλος βιβλίου, το οποίο υποδεικνύει μεθόδους ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών):
- το βιβλιάριον τούτο του Πλουτάρχου … ημείς το ονομάσαμεν «Παιδαγωγόν» (Σοφιαν., Παιδαγ. 261).
[αρχ. ουσ. παιδαγωγός. Η λ. και σήμ.]
- 1)
- παιδαγωγώ [peδaγoγó] -ούμαι Ρ10.9 : ενισχύω και κατευθύνω την πνευματική και ψυχική ανάπτυξη ατόμου ή συνόλου· διαπαιδαγωγώ, παιδεύω4.
[λόγ. < αρχ. παιδαγωγῶ]
- παιδαγωγώ.
-
- Εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 974)·
- (προκ. για βιβλίο):
- μας παιδαγωγεί (ενν. το βιβλιάριον) και διδάσκει …πώς … ν’ ανατραφεί το παιδίον ευγενικά (Σοφιαν., Παιδαγ. 261).
[αρχ. παιδαγωγέω. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω:
- παίδαινα η· παιδαίνα· παίδινα.
-
- 1)
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- Φθάνει κοντά εις την παίδινα, ρωτά την πόθεν ένι (Δαρκές, Προσκυν. [61]· Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 132)·
- (σε μεταφ.):
- Όλα τα βίτσια γερανίσκουσιν εις τους λας, αμμέ η ακριβειά μόνη γινίσκεται πάντα παίδαινα (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 104)·
- β) παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
- (Ασσίζ. 9828).
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- 2) Θεραπαινίδα, υπηρέτρια:
- Εγροίκησεν η παίδαινα … και είπεν το του ρηγός (Μαχ. 57833).
[ουσ. παιδί + κατάλ. ‑αινα. Η λ. στο Meursius (λ. ‑ες) και σήμ. κυπρ., όπου και τ. παίδκαινα]
- 1)



