Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίτερο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πίτερο το [pítero] Ο41 : (λαϊκότρ.) πίτουρο.

[μσν. πίτερο < αρχ. πίτυρον με τροπή του άτ. [ir > er] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες