Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πήχτρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πήχτρα η [píxtra] Ο25α : (κυρ. ως επίρρ.) για κτ. πολύ πυκνό, υπερβολικά, ασφυκτικά γεμάτο: Οι δρόμοι / η πλατεία / το μαγαζί ήταν ~ (στον κόσμο). || Σκοτάδι ~, πολύ πυκνό, αδιαπέραστο.

[πηκ- (πήζω) -τρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες