Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πήξη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πήξη η [píksi] Ο31 : (φυσ.) η μεταβολή ενός υγρού, ρευστού σώματος σε στερεό. ANT τήξη: ~ αίματος. Kλασματική ~. Σημείο / θερμοκρασία πήξεως.

[λόγ. < αρχ. πῆξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go