Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πήλινος -η -ο [pílinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από πηλό: Πήλινα πιάτα / αγαλματάκια. Πήλινη κανάτα / στάμνα. ΦΡ γίγαντας* με πήλινα πόδια. || (ως ουσ.) τα πήλινα, σκεύη, αντικείμενα από πηλό: Άνοιξε ένα καινούριο μαγαζί με πήλινα.
[λόγ. < αρχ. πήλινος]



