Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πήζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πήζω [pízo] Ρ2.2α μππ. πηγμένος : 1. (για υγρό) α. μεταβάλλομαι από υγρό, ρευστό σε στερεό: Έπηξε το γάλα / το αίμα / το σιρόπι. ΦΡ πήζει το μυαλό* κάποιου. β. μεταβάλλω κτ. υγρό, ρευστό σε στερεό: ~ το γάλα και κάνω τυρί / γιαούρτι. 2. (μτφ., προφ.) α. νιώθω πλήξη, ανία: Έπηξα από τη μοναξιά. β. γεμίζω υπερβολικά, ασφυκτικά: H παραλία είναι πηγμένη στον / από τον κόσμο. γ. κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι πολύ: Έπηξε στη / από τη δουλειά.

[θ. πηξ- του αρχ. πήγνυμι και σχημ. νέου ενεστ. -ζω αναλ. προς άλλα ρ. με υπερ. σύμφ. στο συνοπτ. θ.: έπλεξα - πλέκω, άνοιξα - ανοίγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go